Η αντοχή
στον χρόνο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη
Δύση μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: Πρώτον, η
δημοκρατία θεωρείται ευρέως, αλλά δίχως κριτική,
ως ένα προοδευτικό και διαφωτισμένο πολιτικό
σύστημα που αντικατέστησε τις μοναρχίες, οι
οποίες συνήθως παρουσιάζονται ως οπισθοδρομικές
και κατασταλτικές. Δεύτερον, παρά τη δυσκολία
της «διακυβέρνησης από την πλειοψηφία», η
δημοκρατία μπορεί να παίξει έναν ρόλο
διοχέτευσης της κοινής γνώμης σε μια
πολιτικοποιημένη κοινωνία. Αυτά τα δύο σημεία
εξηγούνται παρακάτω.
Η
δημοκρατία ως αμφισβητήσιμη βελτίωση σε σχέση με
την μοναρχία
Το
κυρίαρχο αφήγημα είναι αυτό που βλέπει τη
δημοκρατία ως ηθική βελτίωση έναντι της
μοναρχίας. Οι κυβερνήσεις σήμερα αντλούν τη
νομιμότητά τους από τη «βούληση του λαού» και
όχι πλέον από το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων.
Ωστόσο, αυτή είναι μια εν πολλοίς γκροτέσκα και
εκτός πραγματικότητας άποψη, κυρίως επειδή οι
εκλογές και οι εκλογικές πρακτικές δεν
ταυτίζονται με τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες».
Μερικές ήταν σε χρήση πολύ πριν εισαχθεί η
πολιτική εκπροσώπηση.
Η συχνά
διαφημιζόμενη «βούληση του λαού» είναι η πιο
πρόσφατη «πολιτική φόρμουλα», για να
χρησιμοποιήσω τη φράση του Ιταλού ιστορικού
Gaetano Mosca, επιτρέποντας στην «οργανωμένη
μειονότητα» να δικαιολογήσει την κυριαρχία της
επί μίας «ανοργάνωτης και αδιάφορης πλειοψηφίας»
στην κοσμική εποχή των ατομικών δικαιωμάτων. Από
αυτή την άποψη, δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά
μεταξύ δημοκρατίας και μοναρχίας.
Όπως
συνόψισε ο James Burnham στο The Machiavellians
(1943):
«Η
ύπαρξη μιας μειοψηφικής άρχουσας τάξης είναι,
πρέπει να τονιστεί, ένα οικουμενικό
χαρακτηριστικό όλων των οργανωμένων κοινωνιών
για τις οποίες έχουμε στοιχεία. Ισχύει
ανεξάρτητα από το ποιες είναι οι κοινωνικές και
πολιτικές μορφές - είτε η κοινωνία είναι
φεουδαρχική, είτε καπιταλιστική, ή δουλοκτητική,
ή κολεκτιβιστική, ή μοναρχική ή ολιγαρχική, ή
δημοκρατική, ανεξάρτητα από τα συντάγματα και
τους νόμους, ανεξάρτητα από τις απόψεις και τις
πεποιθήσεις.»
Αν και
είναι συνηθισμένο σήμερα να συγκρίνουμε θετικά
τη δημοκρατία σε σύγκριση με τη μοναρχία, η
σύγκριση γίνεται προβληματική όταν το κριτήριο
είναι η ελευθερία. Η οικονομική και πολιτική
ελευθερία δεν είναι προφανής συνέπεια του
δικαιώματος ψήφου, όπως θα έπρεπε να είναι σαφές
στη Δύση σήμερα. Η ελευθερία σχετίζεται με την
προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και πρέπει
να θεωρείται αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθος
και την εξουσία του κράτους.
Παρά τα
μειονεκτήματα της μοναρχίας, ειδικά στην ύστερη
απολυταρχική έκφρασή της, ως πολιτικό σύστημα
που συνέδεε την εξουσία με την ιδιωτική
ιδιοκτησία γης, είχε μια φυσική τάση να
προστατεύει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Με την
πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα στη δημοκρατική
εποχή, ο δημόσιος τομέας αυξήθηκε σε βάρος της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Όχι τυχαία, η ανάπτυξη
του σύγχρονου ρυθμιστικού κράτους —που
χρηματοδοτήθηκε από μια έκρηξη εκτύπωσης
χρήματος και φορολογίας— ξεκίνησε καθώς οι
κοινωνίες γίνονταν δημοκρατικές.
Στις
σύγχρονες δημοκρατίες, οι διαφορές μεταξύ των
πολιτικών κομμάτων έχουν μειωθεί με την
κεντρομόλο έλξη του πολιτικού κέντρου. Το
εκλογικό σώμα συχνά υπερψηφίζει προγράμματα για
τα οποία ελάχιστα γνωρίζει και τα οποία αργότερα
δύσκολα υλοποιούνται. Η εκλογική νοθεία είναι
ευρέως διαδεδομένη. Πολύ συχνά, οι προεκλογικές
υποσχέσεις έχουν ελάχιστη σχέση με την
πραγματική πολιτική. Ο Rousseau μπορεί να
υπερέβαλλε ελαφρώς όταν έγραφε στο «Κοινωνικό
Συμβόλαιο» (1762) για τον βρετανικό
κοινοβουλευτισμό, ότι μεταξύ των εκλογών «το
άτομο είναι σκλάβος, δεν είναι τίποτα».
Αυτή η
πραγματικότητα αρχίζει να αφυπνίζει ορισμένους
στη Δύση, όπως μπορεί να παρατηρηθεί από τις
αυξανόμενες πολιτικές εντάσεις. Ωστόσο, η
ψευδαίσθηση είναι γενικά τόσο ισχυρή, κυρίως
μεταξύ των μορφωμένων, που οι περισσότεροι
άνθρωποι μοιάζουν, όπως στα «Τα Καινούργια Ρούχα
του Αυτοκράτορα», συνένοχοι στην ίδια τους την
εξαπάτηση σχετικά με τη δημοκρατία.
Η
δημοκρατία ως αγωγός της κοινής γνώμης
Η
σημασία της κοινής γνώμης για την πολιτική
εξουσία αναγνωρίστηκε από τον Θωμά τον Ακινάτη
τον 13ο αιώνα και στη συνέχεια εκφράστηκε με
σαφήνεια από τον Etienne de la Boetie στο «Περί
εθελοδουλείας» (1549). Ο Ντέιβιντ Χιουμ σημείωσε
(1777) ότι, «Το κράτος θεμελιώνεται […] με βάση
μόνο τη κοινή γνώμη. Και αυτός ο κανόνας
εκτείνεται από τα πιο δεσποτικά και
μιλιταριστικά κράτη, έως και τα πιο ελεύθερα και
λαοφιλή».
Οι
δημοκρατίες λαμβάνουν επομένως υπ’ όψη την κοινή
γνώμη, αλλά όχι τόσο λόγω του «δημοκρατικού»
χαρακτήρα τους, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένες
να το κάνουν. Όμως δεδομένου ότι οι δημοκρατικοί
άρχοντες αντλούν τη νομιμότητά τους από τη
«βούληση του λαού», η διαχείριση της κοινής
γνώμης είναι αναμφισβήτητα ακόμη πιο σημαντική
στα «αντιπροσωπευτικά» πολιτικά συστήματα παρά
στα αυταρχικά καθεστώτα, όπως σημείωσε ο Noam
Chomsky. Ως αποτέλεσμα, τα δημοκρατικά κράτη θα
μπουν φυσικά στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν
την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση και την
λογοκρισία, προκειμένου να αποσπάσουν ή να
διατηρήσουν τη συναίνεση του λαού, όπως
αναγνώρισε προφητικά ο Aldous Huxley.
Μια
ισχυρή και ανεξάρτητη τέταρτη εξουσία (σ.σ.
δημοσιογραφία) είναι προφανώς κρίσιμη. Όπως
σημείωσε ο Γερμανός νομικός θεωρητικός Carl
Schmitt, ο «δημόσιος διάλογος» και η
«ανοιχτότητα» είναι προϋποθέσεις για να μην
διολισθήσει μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία προς
τον αυταρχισμό. Εξήγησε ότι,
«Στον
‘‘δημόσιο διάλογο’’ ανήκουν οι κοινές
πεποιθήσεις σαν κάτι ‘‘δεδομένο’’, η προθυμία να
πειστεί κανείς, η ανεξαρτησία από τους
κομματικούς δεσμούς, η απαλλαγή από ιδιοτελή
συμφέροντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα θα
θεωρούσαν μια τέτοια αμεροληψία ως ελάχιστα
εφικτή. Αλλά και αυτός ο σκεπτικισμός είναι
μέρος της κρίσης του κοινοβουλευτισμού».
Πράγματι, μια δημοκρατία που πληροί αυτές τις
προϋποθέσεις, δηλαδή μια δημοκρατία που
επιτρέπει τέτοιες συνθήκες διαφάνειας στην
κοινωνία, είναι «μετά βίας εφικτή» γιατί
αναπόφευκτα τείνει να γίνει θύμα της ίδιας της
δημοκρατικής της επιτυχίας. Η κυρίαρχη
μειονότητα, πιεσμένη από τον αναπόφευκτο
πολιτικό έλεγχο και την υγιή κριτική που
επιτρέπουν αυτές οι συνθήκες, θα προσπαθούσε να
υπονομεύσει αυτές ακριβώς τις συνθήκες
«διαλόγου» και «ανοιχτότητας» που αρχικά
βοήθησαν στη νομιμοποίηση της διακυβέρνησής της.
Οι επιχειρούμενοι περιορισμοί και ο έλεγχος του
περιεχομένου στις πλατφόρμες κοινωνικής
δικτύωσης αποτελούν παραδείγματα αυτού του
φαινομένου σήμερα.
Ωστόσο,
σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, η
δημοκρατική διαδικασία μπορεί να επιτρέψει στην
πλειοψηφία να εγκρίνει δημόσια ή να επιβραβεύει
διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις εντός της
κυρίαρχης μειονότητας, λειτουργώντας ως αγωγός
για την κοινή γνώμη. Όπως εξήγησε ο Mosca: «η
εκλογική λειτουργία είναι ένα μέσο με το οποίο
ορισμένες πολιτικές δυνάμεις ελέγχουν και
περιορίζουν τη δράση άλλων, όταν αυτή ασκείται
σε καλές κοινωνικές συνθήκες». Αυτές οι «καλές
κοινωνικές συνθήκες» σίγουρα περιλαμβάνουν τα
παραπάνω κριτήρια του Carl Schmitt.
Ο
Λούντβιχ φον Μίζες αναγνώρισε επίσης αυτή την
«κοινωνική λειτουργία» της δημοκρατίας, «αυτή τη
μορφή πολιτικής συγκρότησης που καθιστά δυνατή
την προσαρμογή της κυβέρνησης στις επιθυμίες των
κυβερνώμενων χωρίς βίαιους αγώνες». Ιδιαίτερα
στην πολιτικοποιημένη Δύση, με τα άκρως
παρεμβατικά κράτη της, η δημοκρατική διαδικασία
μπορεί, όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες, να
λειτουργήσει ως βαλβίδα για την εμπεριστατωμένη
πολιτική δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας.
Όταν οι
κοινωνικές συνθήκες είναι δυσμενείς για να έχει
μεγάλο αποτέλεσμα αυτή η διαδικασία, τότε η
δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα αρχίζει να
αμφισβητείται και επέρχεται η πολιτική κρίση.
Αυτό είναι που αναμφισβήτητα συμβαίνει στη Δύση
σήμερα, καθώς οι εκλογές δύσκολα φέρνουν την
πολιτική αλλαγή και η δυτική οικονομική
διεθνιστική ολιγαρχία προσπαθεί να ενισχύσει τον
έλεγχο της επί της διεθνούς πολιτικής ατζέντας.
Παρά τις
αδυναμίες της, η δημοκρατία έχει ωστόσο
σημαντική απαντοχή στον χρόνο, στη Δύση, για
τους παραπάνω λόγους. Καθώς αυτή η διαχρονική
απαντοχή φαίνεται να διαβρώνεται επί του
παρόντος, είναι σημαντικό όσο ποτέ άλλοτε να
υπενθυμίζουμε στους ανθρώπους τις αρχές και τα
οφέλη της ελευθερίας.
*πρώτη
δημοσίευση: Χpressing.substack.com
|